- απρόκλητος
- -η, -οαυτός που δεν προκαλείται ή δεν έχει προκληθεί.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + προκαλώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1841 στον Α. Ρ. Ραγκαβή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
απρόκλητος — η, ο επίρρ. α αυτός που γίνηκε χωρίς πρόκληση, χωρίς να προκληθεί: Η επίθεση που δεχόταν ήταν εντελώς απρόκλητη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βουτηχτής — ο [βουτώ] 1. ο δύτης 2. δύτης ειδικός στη σπογγαλιεία 3. κλέφτης, λωποδύτης 4. όποιος κάνει απρόκλητος άσεμνες χειρονομίες σε γυναίκα … Dictionary of Greek